Tags

Π  Ρ  Ο  Σ  Ω  Π  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Ι  Α

gl_002

Ι  Φ  Ι  Γ  Ε  Ν  Ε  Ι  Α         Μ  Ο   Υ  Χ  Τ  Σ  Η


τη στήλη γράφει και επιμελείται

η Λίλα Παπαπάσχου


Επειδή ο όρος καλλιτέχνης τελευταία τελεί υπό μεγάλη αίρεση και είναι μάλλον παρεξηγήσιμος, θα σου ζητήσω να μου περιγράψεις τι σημαίνει για σένα, να είναι κάποιος καλλιτέχνης. Δώσε μας αν θες τον δικό σου ορισμό.

Πιστεύω, ότι καλλιτέχνης είναι αυτός που τολμάει να σκέφτεται αλλιώς. Εκείνος που τολμάει να ονειρεύεται, όποια κι αν είναι η συνθήκη που βιώνει και παράλληλα διαθέτει την ικανότητα να βλέπει και λίγο παραπέρα. Την διαφορά την κάνει το πόσο υποστηρίζει μέσα του, αυτό που θα επιλέξει να επικοινωνήσει στον κόσμο. Βέβαια όλο αυτό προϋποθέτει, ότι διαθέτει κάποιες ικανότητες και κάποια χαρίσματα, τα οποία είτε είναι έμφυτα ή τα έχει καλλιεργήσει στην πορεία. Όλα αυτά όμως έχουν κόπο, δεν γίνεται τίποτα εύκολα. Είναι πολλοί αυτοί που αυτοβαφτίζονται καλλιτέχνες – ειδικά σ’ αυτή τη χώρα του ότι δηλώσεις είσαι – αλλά ο πραγματικός καλλιτέχνης φαίνεται από μακριά, ξεχωρίζει. Χωρίς να το φωνάζει, φαίνεται. Είναι ο άνθρωπος που έχει δουλέψει και έχει πειραματιστεί, χρησιμοποιώντας το μυαλό και την ψυχή του. Πιστεύω πολύ στην προσωπική καλλιέργεια, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του, μέσα από την τέχνη που έχει επιλέξει να υπηρετεί. Με μια φράση θα έλεγα, ότι καλλιτέχνης είναι αυτός που τολμά, να ονειρεύεται.

Ένας ηθοποιός διαφέρει από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες; Αν ναι, σε τι ακριβώς;

Διαφέρει ναι. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη μορφή τέχνης η υποκριτική. Θεωρώ, ότι ένας ηθοποιός διαφέρει κυρίως στο εξής: από τη μία, είναι πολύ μοναχική η πορεία του, μέχρι να βρει το ρόλο που καλείται να ενσαρκώσει και απ’ την άλλη όταν βρει πως ακριβώς θέλει να τον εκφράσει, θα πρέπει να επικοινωνήσει όλη αυτή τη μοναχική πορεία σε πάρα πολύ κόσμο. Νομίζω, ότι αυτή είναι η βασική του ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους άλλους καλλιτέχνες. Παράλληλα, διαφέρει και στο ότι χρησιμοποιεί ως μέσο έκφρασης το κορμί, τη φωνή, το μυαλό και την ψυχή του, όλα τα μέσα που διαθέτει δηλαδή, προκειμένου να επικοινωνήσει με το κοινό του. Κάτι που για έναν ζωγράφο για παράδειγμα δεν είναι απαραίτητο. Τελείωνει ο πίνακας, τελειώνει και η δουλειά του, ενώ η δουλειά του ηθοποιού δεν σταματά ποτέ. Πρέπει ανά πάσα στιγμή, να είναι έτοιμος να υποδυθεί τον ρόλο, πάνω στον οποίο έχει δουλέψει. Δεν είναι μόνο η διαδικασία της πρόβας, αλλιώς κάθε φορά η παράσταση θα ήταν ίδια, κάτι που φυσικά δεν ισχύει ποτέ. Όταν είσαι κάπου και παίζεις ένα ρόλο, ο ρόλος αυτός σε ταλαιπωρεί, σε παιδεύει, τον σκέφτεσαι και είναι μέσα σου, μέχρι να κάνεις και την τελευταία παράσταση και να προχωρήσεις στον επόμενο.

Σε φοβίζει η οικονομική αβεβαιότητα που συνεπάγεται η ενασχόληση με την συγκεκριμένη τέχνη;

Με φοβίζει, αλλά την έχω συνηθίσει. Γνώριζα εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται απ’ αυτή τη δουλειά να καλυφθώ οικονομικά. Στο παρελθόν υπήρξαν περίοδοι, που ζούσα μόνο απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά τώρα έχει γίνει δύσκολο για όλους. Για τους καλλιτέχνες βέβαια πάντα ήταν δύσκολο και δεν ξεκίνησε κανείς να γίνει καλλιτέχνης, για να γίνει πλούσιος, γιατί δεν έγινε κανείς πλούσιος απ’ αυτό το επάγγελμα, τουλάχιστον όχι σ’ αυτή τη χώρα. Οπότε ναι με φοβίζει, το έχω συνηθίσει και σίγουρα δεν με πτοεί.

Έχεις ευχηθεί ποτέ να μπορούσες να κέρδιζες πολλά χρήματα, βραβεία, απεριόριστη δημοσιότητα και παγκόσμια αναγνώριση για τη δουλειά σου, όπως συμβαίνει με πολύ διάσημους – ξένους κυρίως – συναδέλφους σου;

Ναι το έχω φανταστεί. Όταν πρωτοξεκίνησα, που ήμουν πιο μικρή και πολύ πιο ονειροπόλα απ’ ότι τώρα κι ελαφρώς ανόητη, όπως είμαστε όλοι όταν πρωτοξεκινάμε, πίστευα ότι μπορεί να συμβεί κι αυτό. Έχει συμβεί άλλωστε σε κάποιους συναδέλφους μου. Έχουν ξεχωρίσει, έχουν πάρει βραβεία, έχουν κερδίσει και κάποια χρήματα, όχι βέβαια τόσα πολλά όσα στο Εξωτερικό, γιατί είναι άλλα και τα μεγέθη. Ποτέ δεν είχα την ψευδαίσθηση, ότι στην Ελλάδα μπορεί να γίνει κάποιος τόσο πλούσιος ή τόσο αναγνωρίσιμος, όσο αν ζούσε σε μια άλλη χώρα. Τα ξέρουμε τα προβλήματα, που έχουμε σ’ αυτόν τον τομέα. Είναι η γλώσσα που περιορίζει πολύ μια ευρύτερη διάδοση της δουλειάς μας στο Εξωτερικό, το marketing που διαθέτουμε, το ότι είμαστε μια μικρή χώρα και η αγορά μας είναι πολύ περιορισμένη – πολύ εσωστρεφής – αλλά ναι παλιότερα έκανα όνειρα. Δεν είμαι κατά της αναγνώρισης, ούτε του να κερδίζει κάποιος χρήματα απ’ αυτή τη δουλειά, ούτε κατά των διακρίσεων. Αν είναι κάτι καλό, είναι ωραίο να βραβεύεται. Δεν έχω αυτό το κόμπλεξ δηλαδή που έχουν πολλοί, ότι αν κάτι γίνει πολύ γνωστό δεν είναι άξιο λόγου ποιοτικά. Πάντα θεωρούσα αυτήν την άποψη, μια μεγάλη ανοησία.

gl_012

Τι εμποδίζει κατά τη γνώμη σου τους Έλληνες ηθοποιούς να κάνουν την υπέρβαση και να διεκδικήσουν καλύτερους όρους εργασίας, μεγαλύτερες αμοιβές, περισσότερο σεβασμό από σκηνοθέτες και τηλεοπτικούς ή κινηματογραφικούς παραγωγούς, προκειμένου να αναδείξουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητες τους, που σίγουρα είναι πολλές και άκρως αξιοποιήσιμες;

Πιστεύω, ότι εμποδίζει αυτό που εμποδίζει και όλους τους υπόλοιπους Έλληνες να διεκδικήσουν αυτό που πραγματικά τους αξίζει. Δεν θα το τοποθετούσα το πρόβλημα μόνο στους ηθοποιούς, δεν το κάνει κανένας στην Ελλάδα. Βέβαια οι ηθοποιοί έχουν και μια ματαιοδοξία παραπάνω από το μέσο άνθρωπο, γιατί το επάγγελμα σχετίζεται με την δημοσιότητα, αλλά πραγματικά δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, γιατί έχω κι εγώ την ίδια απορία. Γιατί δηλαδή, ενώ ως μονάδες τα πάμε πολύ καλά δεν μπορούμε ποτέ, να συνεννοηθούμε μεταξύ μας και να δημιουργήσουμε ένα σοβαρό συνδικάτο, να κάνουμε έναν σοβαρό συνδικαλισμό και να διεκδικήσουμε αυτό που πραγματικά μας αξίζει. Πιστεύω κι εγώ, ότι μας αξίζουν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που αναγκαστικά καταδεχόμαστε. Δεν μας έχει χαριστεί τίποτα σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτή τη ζωή. Θεωρώ, ότι θέλει πάρα πολύ δουλειά για να αλλάξει η αντίληψη που έχει ο ελληνικός λαός για το αρχηγηλίκι, κάτι που ήταν πολύ πιο έντονο στις προηγούμενες γενιές, έχοντας εν μέρει τα δίκια τους και ταυτόχρονα πολύ μεγάλο άδικο. Είναι άλλωστε πολύ εύκολο να κρίνουμε εκ των υστέρων μια ολόκληρη γενιά για τα λάθη της και πολύ πιο δύσκολο να μπούμε στη θέση της και τα παπούτσια της. Είναι πολύ εύκολο να μιλάμε εναντίον τους και να τους καταλογίζουμε ευθύνες για την κατάντια αυτής της χώρας, αλλά δεν βρεθήκαμε ποτέ στην θέση τους, να περάσουμε όλα τα δύσκολα που ενδεχομένως πέρασαν εκείνοι. Η Ελλάδα έχει περάσει πολύ σκληρά χρόνια και αυτά που ζούμε τώρα είναι μεν πολύ δύσκολα, αλλά σαφώς έχουν υπάρξει και πολύ δυσκολότερες καταστάσεις.

Η δημιουργία της θεατρικής ομάδας 4Χ4 ήταν δική σου ιδέα;

Ήταν δική μου ιδέα και θα πρόσθετα, ότι ήταν και δική μου ανάγκη. Μετά από χρόνια που δούλευα ως ηθοποιός έκανα ένα stop για ένα χρονικό διάστημα και δεν έκανα τίποτα, παρά κάποιες πολύ λίγες σκηνοθεσίες, ώστε να ξαναθυμηθώ για ποιο λόγο ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά. Ξαναθυμήθηκα εντέλει κι όλα τα όνειρα που είχα ως μετέφηβη, ως νεαρή καλλιτέχνης που αναζητά το δρόμο της. Ήθελα να παίζω σε πράγματα που μου άρεσαν. Είχα πάντα κάτι στο μυαλό μου και παράλληλα έγραφα, απλά δεν έβρισκα τον τρόπο για να εφαρμόσω, όσα κατά καιρούς φανταζόμουν. Το προσπάθησα με διάφορους τρόπους οι οποίοι δεν μου πέτυχαν, μέχρι που νομίζω ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ωριμάζοντας κι εγώ και συνειδητοποιώντας ότι αυτό θέλω να κάνω και τώρα που η εποχή είναι ούτως ή άλλως δύσκολη και κανείς δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ αυτήν την ευκαιρία για να κάνω αυτό που θέλω σε μια εποχή που δύσκολα κάνει κάποιος οτιδήποτε. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό, πάντα το ήθελα και δεν το μετανιώνω καθόλου. Πιστεύω, ότι ισχύει απόλυτα αυτό που λέει κι ο Σαββόπουλος, ότι στην Ελλάδα ιστορία γράφουν οι παρέες και οτιδήποτε καλό έγινε στο θέατρο και την Τέχνη γενικότερα ξεκίνησε από μία παρέα ανθρώπων, που είχε ένα συγκεκριμένο όνειρο και πάλεψαν γι’ αυτό, αψηφώντας τα εμπόδια και τις δυσκολίες. Αν πιστεύεις πάρα πολύ σε κάτι – είμαι κι από την φύση μου αισιόδοξη – μπορείς να το καταφέρεις. Κι αν δεν το καταφέρεις, τουλάχιστον το προσπάθησες κι αυτό από μόνο του είναι μεγάλη ικανοποίηση.

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι η πλειοψηφία των παραστάσεων που παρουσιάζονται στα Αθηναϊκά Θέατρα είναι προϊόντα ομάδων, ενώ παράλληλα αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των καλλιτεχνικών ομάδων που αναλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου μια παραγωγή. Ο κόσμος φαίνεται να ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις προσπάθειες και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Γιατί πιστεύεις ότι το κοινό στηρίζει τις νέες ομάδες; Έχει βαρεθεί ενδεχομένως, να βλέπει τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα και αναζητά το καινούργιο;

Έχω την αίσθηση, ότι το κοινό πάντα υποστήριζε τις νέες ομάδες, ειδικά αν είχαν να πουν κάτι αξιόλογο. Ως ένα βαθμό συμφωνώ με αυτό που είπες, ότι έχουν βαρεθεί να βλέπουν τα ίδια και τα ίδια. Έχει αλλάξει και η εποχή. Έχει αλλάξει και η οικονομική συνθήκη κι όταν υπάρχει τόση οικονομική στενότητα, το κοινό αναγκαστικά γίνεται πιο επιλεκτικό. Έχει αλλάξει επίσης και το θεατρόφιλο κοινό. Οι νέοι άνθρωποι επιλέγουν το θέατρο ως μέσο ψυχαγωγίας πολύ πιο συχνά σε σχέση με το παρελθόν και σ’ αυτό έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και η μείωση του εισητηρίου. Έχει ξαναγίνει το θέατρο, αυτό που έπρεπε να είναι πάντα, δηλαδή ένα λαικό θέαμα, που με οκτώ και δέκα ευρώ, λίγο παραπάνω δηλαδή απ’ όσο κοστίζει ο κινηματογράφος, μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει μια παράσταση. Η ανάγκη του κόσμου να ακούσει και να επικοινωνήσει μέσω της αμεσότητας που προσφέρει ο συγκεκριμένος χώρος, είναι σαφώς μεγαλύτερη τώρα. Πάντα στα δύσκολα η Τέχνη βρίσκει τρόπο να ανθίζει, είναι το ιδανικό χώμα οι δυσκολίες. Όλες οι τέχνες ακμάζουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Όταν ένας άνθρωπος περνάει κάποιες δυσκολίες,  έχει μεγαλύτερη κατανοήση και διάθεση ν’ ανοιχτεί και να αφουγκραστεί το πρόβλημα του συνανθρώπου του. Αυτό επιδρά κατ’ επέκταση και στον τρόπο που επιλέγει να διαθέσει τα χρήματα του, με αποτέλεσμα να γίνεται πολύ πιο επιλεκτικός σε σχέση και με την τέχνη. Παράλληλα, επειδή πια κανένας από εμάς δεν έχει τόσο μεγάλη προβολή από τα Μ.Μ.Ε., είναι πολύ πιο υγιής αυτή η διάδοση από στόμα σε στόμα ή αντίστοιχα η ενημέρωση μέσω του Διαδικτύου – που σ’ αυτόν τον τομέα λειτούργησε θετικά – το οποίο προσφέρει την δυνατότητα να γνωρίζεις ανά πάσα στιγμή, τι παίζεται, που και με ποιους.

Απ’ ότι γνωρίζω σπούδασες ηθοποιός, αλλά στην πορεία όπως πολλοί συνάδελφοι σου, αποφάσισες να ασχοληθείς με την συγγραφή και τη σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα το 2013, να γεννηθούν «ΟΙ ΦΕΥΓΑΤΟΙ”. Θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την μετάβαση.

Σπούδασα ηθοποιός, αλλα πριν σπουδάσω ηθοποιός είχα σπουδάσει σκηνοθεσία στη Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου. Ουσιαστικά ήθελα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, αποκτώντας την εμπειρία του να βλέπεις τα πράγματα και από μέσα και απ’έξω. Η αλήθεια είναι ότι στην πορεία και για αρκετά χρόνια με κέρδισε η υποκριτική, αλλά πάντα η μεγάλη μου αγάπη ήταν, είναι και θα παραμείνει το σινεμά. Αυτό που ήθελα πάντα να γίνω ήταν ηθοποιός ή σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Στην πορεία βέβαια λάτρεψα το θέατρο και ενώ πήγα πολύ μικρή στην σχολή του Σταυράκου, συνειδητοποίησα από νωρίς πόσο δύσκολο είναι να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα – πολύ πιο δύσκολο απ’ το να κάνεις θέατρο – και έτσι με γοήτευσε ακόμα περισσότερο το θέατρο, το οποίο και γνώρισα μέσα από την σχολή σκηνοθεσίας. Τώρα όσον αφορά το γράψιμο, επειδή πάντα έγραφα, εγώ τουλάχιστον δεν τα διαχωρίζω. Όταν γράφω κάτι έχω την δυνατότητα και να το σκηνοθετήσω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι ο καλύτερος σκηνοθέτης ή ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου. Το βλέπω εντελώς σφαιρικά και επειδή οι σπουδές μου αφορούν και την υποκρτική και την σκηνοθεσία, έχω και κάποιες πρακτικές γνώσεις, ώστε να μπορώ να το υποστηρίξω. Είναι κάτι που μπορώ να κάνω σχετικά άνετα, ειδικά όταν πρόκειται για τα δικά μου κείμενα, τα οποία επειδή ακριβώς είναι δικά μου και μπορώ να τα κάνω ότι θέλω, έχω και μια μεγαλύτερη ελευθερία στο να πειραματιστώ, να προβληματιστώ, να τα αποδομήσω, να τους αλλάξω τα φώτα εν ολίγοις. Αυτή η ελευθερία μου προσφέρει μια απεριόριστη αίσθηση δημιουργικότητας.

gl_008

Πόσο «φευγάτος» λαός πιστεύεις, ότι είμαστε οι Έλληνες;

Είμαστε αρκετά…είμαστε πολύ θα έλεγα, είμασταν περισσότερο. Τώρα έχουμε ζοριστεί και μας έχει σπάσει κάπως ο τσαμπουκάς, για να το πω και πιο λαϊκά. Παρόλα αυτά το DNA μας είναι αρκετά φευγάτο. Τολμάμε διάφορα πράγματα. Τολμάμε ακόμα να ερωτευτούμε, έχουμε μια ελπίδα. Τολμάμε να ονειρευτούμε, σαν τον Καραγκιόζη που λέει κι ο Σαββόπουλος, το οποίο είναι κι ένα τραγούδι που συμπεριλαμβάνεται στην παράσταση με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, γιατί παρόλο που φαινομενικά μοιάζει χαρούμενο, για μένα οι στίχοι του εμπεριέχουν κάτι θλιβερό και πολύ συγκινητικό. Οπότε ναι, πιστεύω ότι είμαστε ένας φευγάτος λαός, που έχει ζοριστεί πολύ τα τελευταία χρόνια, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα ξαναβρούμε την φευγάτη μας υπόσταση- με την καλή έννοια – και θα την υποστηρίξουμε και πάλι.

Τους πολιτικούς μας αντίστοιχα πόσο «φευγάτους» τους θεωρείς;

Καθόλου! Τους θεωρώ καρεκλοκένταυρους και με τη λιγότερη φαντασία απ’ όλους μας και πιστεύω επίσης, ότι έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση, είναι οι πιο ακατάλληλοι άνθρωποι στις πιο καίριες θέσεις. Μ’ αυτό που θα πω τώρα μπορεί να ακουστώ κάπως ακραία, αλλά ορισμένους απ’ αυτούς τους θεωρώ μέχρι και εθνικούς προδότες. Έχουν καταφέρει να φέρουν μια ολόκληρη χώρα κι έναν ολόκληρο λαό στα όρια της απόγνωσης και το πιο θλιβερό απ’ όλα είναι να βλέπεις νέα παιδιά, χωρίς ελπίδες και όνειρα. Πιστεύω ότι είναι όλοι μα όλοι – μηδενός εξαιρουμένου – ακατάλληλοι για το πόστο που έχουν. Αυτοί που μονοπωλούν την πολιτική σκηνή είναι επιεικώς απαράδεκτοι και θα έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους, ενώ κάποιοι θα έπρεπε να μπουν στη φυλακή και να μείνουν εκεί για πάντα!

Μέσα στο έργο σου θίγεις πολλά και διαφορετικά ζητήματα, τα οποία έχουν σχέση και με την πολιτική, αλλά και με πολλά ακόμα θέματα που μας απασχολούν καθημερινά, στα οποία όμως δίνεις μια κωμική-σατιρική χροιά, κάνοντας έτσι το βάρος τους να μοιάζει πολύ πιο ανάλαφρο . Τι ρόλο παίζει γενικά στη ζωή σου το χιούμορ;

Πολύ σημαντικό ρόλο. Είναι αυτοάμυνα. Νομίζω, ότι το χιούμορ είναι η αυτοάμυνα όλων των Ελλήνων. Είμαστε ένας λαός που γελάει εύκολα και που κλαίει εξίσου εύκολα. Χωρίς χιούμορ η ζωή είναι εντελώς βαρετή. Χωρίς χιούμορ είναι όλα βαρετά. Στην Ελλάδα έχουμε ευτυχώς την δυνατότητα, για να το πω χύμα, να γελάμε με το χάλι μας. Μπορεί κάτι τέτοιο να φαντάζει εύκολο, αλλά θέλει πολλά κότσια για να το κάνεις. Πρόκειται για μια έμμεση και σκληρή μορφή αυτοκριτικής, μέσω της οποίας λες αλήθεια στον εαυτό σου και ενδεχομένως μέσω αυτού του ξεγυμνώματος, να προκύψει και η λύση σ’ οτιδήποτε αντιμετωπίζεις. Πιστεύω, ότι αυτή είναι και η πιο αισιόδοξη πλευρά της θλίψης. Όταν προσπαθείς να δεις χιουμοριστικά μια πολύ θλιβερή κατάσταση, είναι πολύ πιθανό να βρίσκεσαι στο σημείο που αρχίζει να διαφαίνεται η λύση. Μόνο ως αστεία μπορώ ν’ αποδεχτώ ορισμένα πράγματα. Χωρίς να σημαίνει, ότι δεν έχουν και την σοβαρή τους πλευρά και υπόσταση. Άλλωστε, το χιούμορ και το αστείο χωρίς το δράμα από πίσω, δεν είναι δυνατό. Κανένα αστείο δεν είναι πραγματικά αστείο, αν δεν κρύβει και μία δραματική κατάσταση. Αυτή είναι και η μαγεία της κωμωδίας γενικότερα, το αντεστραμμένο δράμα. Αλλιώς μιλάμε για πλάκα, χαβαλέ, οτιδήποτε άλλο εκτός από κωμωδία.

Η ανάγκη σου να γράψεις για μια γυναίκα που θέλει να τα παρατήσει όλα και να φύγει για να εξερευνήσει τον κόσμο, προέκυψε από προσωπικά βιώματα; Η σημερινή πραγματικότητα σου προκαλεί τάσεις φυγής;

Το ότι είναι γυναίκα δεν έχει καμία σημασία, θα μπορούσε άνετα να είναι και άνδρας αυτός που έχει τις τάσεις φυγής. Ουσιαστικά, ήθελα να γράψω για την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος ανά πάσα στιγμή, να ξεφύγει από καταστάσεις που δεν του αρέσουν καθόλου. Όλοι έχουμε βρεθεί σε κάποια φάση της ζωής μας, που δεν μας άρεσε τίποτα και μας έφταιγε η δουλειά μας, η ζωή μας, οι διαπροσωπικές μας σχέσεις και δεν είμασταν ικανοποιημένοι με τίποτα. Σε τέτοιες φάσεις το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό ως έσχατη λύση, είναι η φυγή. Τώρα η φυγή έχει πολλές προεκτάσεις, όχι μόνο την γεωγραφική. Φυγή είναι και το να φύγεις από μια κατάσταση που σε δυσαρεστεί, φυγή είναι να φύγεις από μια δουλειά που δεν σε καλύπτει, από μια κακή ή ακόμα κι από μια καλή συνήθεια που σε έχει καλομάθει και σε έχει κάνει μαλθακό, από τη ζωή που έχεις δομήσει με συγκεκριμένο τρόπο και κάποια στιγμή ανακαλύπτεις ότι επειδή έχουν αλλάξει τα δεδομένα, πρέπει να αλλάξεις κι εσύ. Πάντα η φυγή κρύβει από πίσω ένα φόβο. Σ’ αυτό το έργο δύο πράγματα ήθελα να θίξω, την φυγή και τον φόβο. Πόσο φοβόμαστε να φύγουμε και πόσο φοβόμαστε να μείνουμε, γιατί και το να μην φύγεις από κάτι που δεν σου αρέσει, κρύβει από κάτω έναν τεράστιο φόβο κι αυτός ο φόβος σε κρατάει πίσω. Ποιος φοβάται λιγότερο τελικά; Φοβάσαι ν’ αντιμετωπίσεις την ζωή σου και φεύγεις ή φοβάσαι να φύγεις και μένεις;

Πως αντιμετώπισαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας 4Χ4 τον τριπλό σου ρόλο; Ήταν εύκολο να παραμείνεις αντικειμενική και δίκαιη απέναντι στους συναδέλφους σου;

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα πολύ. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με τον τριπλό αυτό ρόλο, γιατί κι εγώ επέλεξα ανθρώπους για να συμπορευτώ, οι οποίοι δουλεύουν πολλά χρόνια στον χώρο και διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία. Επιπλέον γνωριζόμασταν πολλά χρόνια και πάνω κάτω έχουμε την ίδια λογική, σχετικά με το πως θέλουμε από εδώ και πέρα, να κάνουμε θέατρο. Για μένα το μόνο κριτήριο ήταν να τους αρέσει το έργο. Από τη στιγμή που τους άρεσε, με εμπιστεύτηκαν, όχι μόνο επειδή ήταν φίλοι, αλλά γιατί παράλληλα κατάλαβαν, ότι για μένα το να γράφω, να σκηνοθετώ και να παίζω, δεν είναι τρία διαφορετικά πράγματα, αλλά ένα. Ο πιο δύσκολος ρόλος για μένα ήταν του ηθοποιού. Ήμουν πάνω στην σκηνή και είχα την έννοια των υπολοίπων, γιατί στις περισσότερες σκηνές είμασταν αναγκαστικά όλοι επί σκηνής, οπότε ήμουν σε όλες σχεδόν τις σκηνές μαζί τους. Η αλήθεια είναι, ότι εγώ δυσκολεύτηκα πιο πολύ από τα παιδιά, αλλά με αντιμετώπισαν με κατανόηση και επειδή όπως προείπα γνωριζόμασταν χρόνια και υπήρχε μεταξύ μας εμπιστοσύνη δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα τέτοιου είδους. Όλα κύλησαν ομαλά.

Το γεγονός ότι έχεις μια πληθωρική σκηνική παρουσία, σε συνδυασμό με ένα έντονο ταμπεραμέντο κι ένα μπρίο εφάμιλλο με πρωταγωνίστριες άλλων εποχών όπως η Μαίρη Αρώνη, η Σπεράντζα Βρανά, η  Άννα Καλουτά, η Ρένα Βλαχοπούλου κλπ, θεωρείς ότι είναι αβανταδόρικο ερμηνευτικά ή αντίθετα έχει δράσει περιοριστικά; Ποια είναι η γνώμη σου για τα πρότυπα των σύγχρονων γυναικών, καλλιτεχνών ή μη; Τα θεωρείς υγιή;

Καταρχήν δεν πιστεύω, ότι μπορώ να συγκριθώ με όλα αυτά τα ονόματα που ανέφερες. Δεν διαθέτω ούτε το μισό τους ταλέντο, μακάρι να το είχα. Παράλληλα, δεν έχω και την ανάλογη σκηνική εμπειρία, γιατί όλες αυτές οι γυναίκες μεγάλωσαν στο σανίδι και έχουν γράψει πολλές ώρες πτήσεις στο σανίδι, πέρα από το έμφυτο και πηγαίο ταλέντο που διέθεταν. Επίσης, θεωρώ ότι αυτές οι ηθοποιοί είναι απόλυτα συνυφασμένες με την εποχή τους, μια εποχή πολύ ιδιαίτερη και συγκεκριμένη. Οι θεατρικές περσόνες που είχαν δημιουργήσει οι προαναφερόμενες πρωταγωνίστριες ήταν και λίγο ανάγκη της εποχής. Μιλάμε για μια Ελλάδα, που είχε βγει από μια δύσκολη πολιτική και ιστορική κατάσταση και ήθελε αισιοδοξία, κέφι και μπρίο. Ήταν οι ιδανικές συνθήκες για να ευδοκιμήσουν ανάλογου τύπου καλλιτεχνικές περσόνες και γι’ αυτό έμειναν στην ιστορία και έγιναν σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές. Πολλές φορές μένουν στην ιστορία κάποιοι καλλιτέχνες όχι μόνο για το ταλέντο τους, αλλά και επειδή έτυχε να βρεθούν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Είχαν αυτό που λέμε good timing. Ήταν μια εποχή που η Ελλάδα μόλις είχε βγει από πόλεμο και ο κόσμος ήθελε να γελάσει. Ήταν μια εποχή που οι γυναίκες άρχισαν να απελευθερώνονται, να σπάνε κάποια ταμπού και να υποχωρεί αυτός ο άκρατος συντηρητισμός, οπότε το να βγει μια γυναίκα με μπρίο και σεξ-απήλ έστω και στο θέατρο, ήταν μια ελπίδα και μία ανάσα για τις καταπιεσμένες γυναίκες εκείνης της εποχής. Επιπλέον, οι γυναίκες αυτές ήταν αυτό που λέμε θεατρίνες. Το ταλέντο τους ήταν τεράστιο και η προσωπικότητα τους είχε κάτι αρχετυπικό. Σε αφήνουν ακόμα και σήμερα με το στόμα ανοιχτό. Τις λατρεύω όλες αυτές που ανέφερες κι άλλες τόσες ακόμα, οι οποίες φυσικά γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα από την Επιθεώρηση. Ένα είδος εκατό τοις εκατό ελληνικό, υπέροχο και ταυτόχρονα από τα πιο δύσκολα. Δυστυχώς, δεν καταφέραμε να το συνεχίσουμε, δεν καταφέραμε να το εξελίξουμε, αντίθετα το ευτελίσαμε, του αλλάξαμε μορφή και συνεχώς κάποιος προσπαθεί κάτι να κάνει, αλλά το αποτέλεσμα συνήθως είναι μάλλον απογοητευτικό. Προσωπικά, την αγαπώ πολύ την Επιθέωρηση και πραγματικά λυπάμαι που δεν είχα γεννηθεί τότε, για να προλάβω να τις δω στην σκηνή. Όσα γνωρίζω, τα έμαθα μέσα από τις ταινίες, απ’ αυτά που έχω διαβάσει κατά καιρούς και γενικότερα από διάσπαρτες πληροφορίες. Πιστεύω δε, ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα στις ταινίες είναι το ένα δέκατο από το δυναμικό όλων αυτών των εκρηκτικών γυναικών, όπως η Μαίρη Αρώνη, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά και πολλών ακόμα σπουδαίων ερμηνεύτριων. Πραγματικά σ’ εμάς έφτασε ένα ελάχιστο δείγμα του ταλέντου τους, σε σχέση με κάποιον που τις έχει δει ζωντάνα στο Ακροπόλ για παράδειγμα. Αυτή είναι η γνώμη μου για αυτές τις γυναίκες και επιμένω, ότι κάλυπταν μια βαθιά ανάγκη εκείνης της εποχής και γι΄αυτό δεν μπορώ να τις αναγάγω στο σήμερα, γιατί οι εποχές έχουν αλλάξει. Όσον αφορά τα γυναικεία πρότυπα της δικής μας εποχής, κάποια τα θεωρώ υγιή, άλλα πάλι καθόλου. Ευτυχώς έχει περάσει η εποχή που επικρατούσε το ανορεχτικό πρότυπο και η άποψη ότι μόνο η ομορφιά μοντέλου είναι αποδεκτή για τις γυναίκες. Θεωρώ επίσης, ότι έχουμε ξεπεράσει σε σημαντικό βαθμό και το πρότυπο της βιονικής γυναίκας που τα κάνει όλα τέλεια και υποδειγματικά (βλέπε Stepfordd Wives…). Ευτυχώς έχουμε χαλαρώσει λίγο. Υπάρχουν πρότυπα γυναικών ρεαλιστικά κι αξιοθαύμαστα. Θα έλεγα βέβαια, ότι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι, ότι δεν υπάρχουν πια πρότυπα και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όταν υπάρχουν, είναι κατά βάση αρνητικά. Παρόλα αυτά πιστεύω, ότι είμαστε σε καλό δρόμο, ώστε κάποια στιγμή ν΄αποκτήσουμε και τα αντίστοιχα θετικά. Πιστεύω, ότι μέσα από την τέχνη – γιατί από την πολιτική έχουμε απογοητευτεί οικτρά – μπορούν να προκύψουν πολύ ωραία πρότυπα γυναικών.

gl_009

Σε έχει απασχολήσει η εικόνα σου μελλοντικά; Θα έφτανες ποτέ στα άκρα για παράδειγμα, προκειμένου να διατηρήσεις τη νεότητα σου;

Νομίζω, ότι όλες οι γυναίκες θέλουν να είναι ωραίες, πρέπει να είναι ωραίες, οφείλουν να είναι ωραίες και όλες τις γυναίκες τις έχει απασχολήσει αυτό το ζήτημα, οπότε κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Δεν ξέρω αν θα έφτανα ποτέ σε ακρότητες, αν και νομίζω πως δεν θα έφτανα, επειδή έχω πολύ χιούμορ και μπορώ να με φανταστώ πως θα είμαι τραβηγμένη απ’ όλες τις πλευρές και τα χαρακτηριστικά μου δεν είναι ιδανικά για πολλά τραβήγματα, επειδή νομίζω πως στο τέλος θα παραμορφωθώ. Πιστεύω ακράδαντα, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, ότι η ομορφιά πηγάζει από μέσα μας, εάν μια γυναίκα είναι ικανοποιημένη από τον εαυτό της και ευτυχισμένη σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, τότε είναι όμορφη σε οποιαδήποτε ηλικία.

Πέρα από τη θεματολογία του έργου σου, αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ο τρόπος που επέλεξες να το παρουσιάσεις. Θα χαρακτήριζα την παράσταση που είδα στο θέατρο ELIART, ως ένα ιδιόμορφο μιούζικαλ με στοιχεία αυτοσχεδιαστικού θεάτρου. Η απόφαση σου να το σκηνοθετήσεις εσύ ήταν λύση ανάγκης ή συνειδητή επιλογή;

Ήταν συνειδητή επιλογή, γιατί όπως σου προανέφερα ο τριπλός μου ρόλος στην παράσταση ΟΙ ΦΕΥΓΑΤΟΙ, ήταν στην ουσία ένας και μοναδικός. Όσον αφορά τη μουσική θεωρώ, ότι είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του θεάτρου. Πιστεύω, ότι το να έχεις σε μια παράσταση ζωντανή μουσική είναι μεγάλη υπόθεση, μεγάλη ευλογία και δίνει πολλά συν σκηνοθετικά, ενώ επίσης βοηθάει σημαντικά τους ηθοποιούς να εμπλουτίσουν τις ερμηνείες τους. Αυτό το είδος εμένα μ’ αρέσει. Θυμίζει λίγο καμπαρέ και πολύ περισσότερο bar theater. Άλλωστε, πέρυσι το έργο ξεκίνησε την πορεία του ως bar theater και στην συνέχεια πήγαμε στο θέατρο Eliart στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κωμωδίας, όπου κερδίσαμε το δεύτερο βραβείο και ως εκ τούτου μας ζήτησαν να το παρουσιάσουμε φέτος στο δικό τους θέατρο. Έβγαλα κάποια κομμάτια, πρόσθεσα κάποια άλλα και το προσάρμοσα έτσι, ώστε να ταιριάζει περισσότερο στο θέατρο. Σ’ αυτό το έργο και οι ιστορίες στηρίχτηκαν πάνω στα τραγούδια. Μου αρέσει πολύ η μουσική και ακούω πολλά είδη – όλα τα είδη – και την συγκεκριμένη παράσταση την είχα φανταστεί από την αρχή σαν να είσαι μέσα στο αυτοκίνητο και ακούς μουσική, αλλάζοντας συνέχεια σταθμούς και ακούγοντας όμορφα τραγούδια από πολλά και διαφορετικά είδη, που αν και ανόμοια δένουν μ’ έναν μαγικό τρόπο μεταξύ τους. Το μεγάλο στοίχημα για μένα, ήταν να τα κάνω να ταιριάξουν. Ήθελα να δημιουργήσω ένα θέαμα στο οποίο να ακούς από Φρανκ Σινάτρα μέχρι Σωτηρία Μπέλλου και να μην φαίνεται τίποτα παράταιρο. Κάτι που νομίζω, ότι σε μεγάλο βαθμό το καταφέραμε. Βοήθησε βέβαια πάρα πολύ και το γεγονός ότι όλα ήταν διασκευασμένα από τον μουσικό μας για ένα όργανο και συγκεκριμένα το πιάνο.

gl_014

Παρακολουθώντας κανείς την παράσταση αντιλαμβάνεται επίσης την αγάπη σου για τη μουσική και τον κινηματογράφο. Μίλησε μου λίγο για τα αγαπημένα σου ακούσματα και τις ταινίες που έδρασαν πάνω σου καταλυτικά.

Τα αγαπημένα μου ακούσματα είχαν πάντα να κάνουν με αγαπημένες μου ταινίες. Ποτέ δεν τα ξεχώρισα. Μου αρέσει πολύ η jazz, ειδικά των δεκαετιών ’30, ’40, ’50, η οποία σχετίζεται και με το αγαπημένο μου κινηματογραφικό είδος, που είναι το φιλμ νουάρ, οι κλασικές ασπρόμαυρες, αμερικάνικες ταινίες τις οποίες ανέκαθεν λάτρευα , εξού και η αναφορά στην Καζαμπλάνκα μέσα στο έργο. Από εκεί και πέρα, επειδή όπως σου είπα οι πρώτες μου σπουδές αφορούσαν τον κινηματογράφο, αγαπώ πάρα πολύ το σινεμά και μου αρέσουν σχεδόν όλα τα είδη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι πιο αγαπημένοι μου σκηνοθέτες – κάτι που φαίνεται και στην παράσταση – είναι ο Γούντι Άλεν, ο Αλμοδόβαρ και ο Ταραντίνο. Οι δικές τους ταινίες με έχουν επηρεάσει τόσο θεματικά, όσο και από άποψη αισθητικής και κατ’ επέκταση έχουν επηρεάσει και τον τρόπο που γράφω. Θα ήθελα πολύ να είμαι ένας απ’ αυτούς τους τρεις! Παρόλο που είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν μια αντίληψη της πραγματικότητα και της Τέχνης, που εμένα με γοητεύει αφάνταστα. Η μεσογειακή άποψη του Αλμοδόβαρ και το πως αποτυπώνει τους γυναικείους ψυχισμούς μέσα από το μελό και το δράμα, η κυνικότητα του Γούντι Άλεν και οι νευρώσεις του, τις οποίες παρουσιάζει πανέξυπνα και βέβαια ο Ταραντίνο που αποδομεί κωμικά όλο τον αμερικάνικο κινηματογράφο, ενώ παράλληλα δημιουργεί ποιητικές εικόνες. Επίσης, για να επανέλθουμε στη μουσική, ακούω και πάρα πολύ ελληνική μουσική. Μου αρέσει η παραδοσιακή λαική μουσική, η σύγχρονη λαική μουσική, το ρεμπέτικο. Αγαπημένη μου είναι η Σωτηρία Μπέλλου κι από τις νεότερες – αν και εκείνη θεωρείται πια κλασική – θαυμάζω απεριόριστα την Ελένη Βιτάλη, την οποία θεωρώ την πιο σπουδαία φωνή των τελευταίων χρόνων και ίσως αξεπέραστη. Γενικότερα, όπως μου αρέσουν όλα τα κινηματογραφικά είδη, μου αρέσουν κι όλες οι μουσικές, όλου του κόσμου, αρκεί να είναι αυθεντικές, έχοντας μια μεγαλύτερη αδυναμία στην jazz και την ελληνική λαική μουσική των προηγούμενων δεκαετιών.

Θα χρησιμοποιήσω πάλι ως σημείο αναφοράς το έργο σου. Ένα από τα πολλά θέματα που θίγονται στο κείμενο είναι ο θεσμός τους γάμου. Έχουμε δει σε πολλές ταινίες (φαντάζομαι θα συμβαίνει και στη ζωή) να παρατάει η νύφη τον γαμπρό (ή το αντίθετο) στα σκαλιά της εκκλησίας γιατί το μετάνιωσε, φοβήθηκε, αγαπάει τελικά άλλον/άλλην κτλ. Εσύ τι πιστεύεις, ότι οδηγεί έναν άνθρωπο να το βάλει στα πόδια λίγο πριν το μυστήριο ή αντίστοιχα να μην σκεφτεί καν (ποτέ!!) να το τελέσει;

Όπως αναφέρουμε και στο έργο, για να το σκάσει κάποιος από το γάμο του, προφανώς δεν θέλει να παντρευτεί. Αυτή η σκηνή του έργου, που έχει ως σημείο αναφοράς τον γάμο ουσιαστικά είναι ένα σχόλιο, πάνω στο πόσο έχει αλλάξει η έννοια του γάμου και ειδικά για τους ανθρώπους της γενιάς μας. Δεν σηματοδοτεί αυτό που σηματοδοτούσε κάποτε κι αυτό φαίνεται από το τεράστιο ποσοστό των διαζυγίων. Δεν υπάρχει αυτό το για πάντα, το οποίο στην ουσία ποτέ δεν υπήρχε, απλά τώρα το έχουμε συνειδητοποιήσει όλοι. Πιστεύω, ότι ζούμε μια μεταβατική περίοδο σε σχέση γενικότερα με θεσμούς τέτοιου είδους. Αλλάζει η εποχή, αλλά ταυτόχρονα ζουν οι παλιότεροι που τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, οπότε ακόμα υπάρχει μια σχετική σύγκρουση ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω μας, δημιουργώντας προστριβές και διαφωνίες γύρω από το ζήτημα του γάμου. Πάντως για εμάς τους νεότερους, που ζούμε σε μεγάλες πόλεις, το θέμα γάμος έχει φθίνει σημαντικά. Πιο σημαντική είναι η συντροφικότητα και το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, παρά η κοινωνική κατοχύρωση. Είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σ’ αυτόν τον θεσμό, άλλωστε ο καθένας παντρεύεται για τους δικούς του λόγους κι αυτό έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όπως και το αντίθετο φυσικά. Κάποιος που δεν θέλει να παντρευτεί έχει κι αυτός τους δικούς του λόγους. Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποιος που αποφασίζει να το σκάσει από τον γάμο του ή αντίστοιχα δεν σκέφτεται καν το ενδεχόμενο να παντρευτεί, απλά δεν θέλει να το κάνει. Τόσο απλά!

Θεωρείς, ότι οι άνθρωποι είμαστε εξ’ ορισμού «ανελεύθεροι», δεδομένου ότι αργά ή γρήγορα μπαίνουμε σε νόρμες και κανόνες, μέσα από τη διαδικασία της ενηλικίωσης και κατ’ επέκταση της κοινωνικοποίησης και είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε καθημερινά μικρότερους ή μεγαλύτερους συμβιβασμούς; Ποια ήταν η τελευταία φορά που αισθάνθηκες πραγματικά ελεύθερη;

Πιστεύω, ότι είμαστε ανελεύθεροι. Κανένας άνθρωπος που ζει στον Δυτικό Κόσμο δεν είναι ελεύθερος, κυρίως επειδή τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς. Όποιος από εμάς θεωρεί, ότι είναι ελεύθερος  πλανάται πλάνην οικτρά! Μέσα μας μπορούμε να νιώσουμε κάποιες μικρές στιγμές ελευθερίας. Προσωπικά, αισθάνομαι ελεύθερη όταν είμαι πάνω στην σκηνή και παίζω ή όταν είμαι μπροστά σε μια κόλλα χαρτί ή μια οθόνη υπολογιστή αντίστοιχα και γράφω. Αυτές είναι οι δικές μου μικρές και στιγμιαίες ελευθερίες. Μόνο μέσω της δημιουργίας δηλαδή τις επιτυγχάνω. Ελεύθερος επί της ουσίας δεν μπορεί να είναι κανένας άνθρωπος.

Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής μας, θα ήθελα να σε ρωτήσω πως βλέπεις το μέλλον της ομάδας 4Χ4; Ποιο θα ήταν για σένα το ιδανικό σενάριο της «επόμενης μέρας», όταν με το καλό «ΟΙ ΦΕΥΓΑΤΟΙ» ολοκληρώσουν το θεατρικό τους ταξίδι;

Το μέλλον της ομάδας…Έχω σκεφτεί ήδη την επόμενη κίνηση και το επόμενο έργο, αλλά το πότε θα γίνει δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα, γιατί δεν γνωρίζω πότε θα ολοκληρώσουν το ταξίδι τους ΟΙ ΦΕΥΓΑΤΟΙ. Όσο αντέχουμε θα παίζουμε στο θέατρο ELIART, ενώ παράλληλα έχουμε ήδη προγραμματίσει κάποιες παραστάσεις σε καποιες κοντινές πόλεις. Εάν μπορέσουμε να το πάμε και πιο μακριά θα ήταν μεγάλη μας χαρά και σίγουρα θα το προσπαθήσουμε. Το μέλλον το φαντάζομαι παρόμοιο με το παρόν, δηλαδή να πάμε στο επόμενο έργο με την ίδια χαρά, τον ίδιο ενθουσιασμό και το ίδιο κλίμα καλής συνεργασίας. Ιδανικά θα ήθελα ο πυρήνας της ομάδας να παραμείνει ο ίδιος. Νομίζω πως έχουμε δέσει υποκριτικά, φυσιογνωμικά και σαν χαρακτήρες και γι΄αυτό καταφέραμε, να βγάλουμε το σκηνικό αποτέλεσμα που βγάλαμε και να παίξουμε όσο το δυνατόν καλύτερα, οπότε θα ήθελα να είμαι πάλι με τους ίδιους συνεργάτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε κάποιου είδους γκέτο, στο οποίο αν μπεις δεν φεύγεις με τίποτα ή αντίστοιχα αποκλείονται τα νέα πρόσωπα. Οπότε για να ολοκληρώσω την σκέψη μου, θα ήθελα με ομαλό και δημιουργικό τρόπο, να προχωρήσουμε στην επόμενη δουλειά μας, με την ίδια διάθεση να παρουσιάσουμε κάτι όμορφο, αφού βέβαια πρώτα κλείσουν τον κύκλο τους ΟΙ ΦΕΥΓΑΤΟΙ, που απ’ ότι φαίνεται έχουν μπροστά τους πολύ δρόμο ακόμα…

10404061_10152838174994248_1004784228561009902_n

 


Με την Ιφιγένεια συναντηθήκαμε στο Γκάζι και με πήγε στο αγαπημένο της παραδοσιακό καφενεδάκι, το φοβερό και τρομερό υποβρύχιο, στο οποίο κάνει συχνά μια στάση με το ποδήλατο της, για να ξεκουραστεί, να πιει κάτι με αλκοόλ ή άνευ και να συνομιλήσει με τους φιλόξενους ιδιοκτήτες και τους επικοινωνιακότατους και άκρως συνεργάσιμους θαμώνες του καφενείου (μέχρι και το ποδήλατο τους μας δάνεισαν οι άνθρωποι για τις ανάγκες της εξωτερικής φωτογράφισης).

 

gl_001

ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΗΣ 19 – ΓΚΑΖΙ

 

Την Ιφιγένεια ήθελα να την προσωπογραφήσω, πέρα από όλους τους άλλους λόγους, για ένα και μοναδικό πολύ βασικό λόγο, ο οποίος έχει να κάνει με το γεγονός, ότι είναι από τους πιο αυθεντικούς και γνήσια προσιτούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, ενώ παράλληλα εκπέμπει μια γυναικεία ζεστασιά μητρική και γήινη, που σε κάνει να θέλεις να της εξομολογηθείς τα πάντα, χωρίς καν να σε ρωτήσει (παραλίγο να με “προσωπογραφήσει” εκείνη…).

Παράλληλα, τολμάει να κάνει πράγματα σε μια δύσκολη εποχή, αγαπά και στηρίζει τους συνεργάτες της και διατηρεί ανέπαφο το χιούμορ της, το οποίο μέσα από την δουλειά της προσπαθεί να το διαδόσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους συνανθρώπους της.

Ευχαριστώ πολύ Ιφιγένεια γι’αυτό το ευχάριστο διάλειμμα που μου προσέφερες…το είχα μεγάλη ανάγκη! Μείνε όπως είσαι – φευγάτη –  και μακάρι ο δρόμος σου να είναι στρωμένος με περισσότερα ροδοπέταλα, απ’ ότι αγκάθια…

gl_006